εναπολογούμαι

εναπολογούμαι
ἐναπολογοῡμαι (-έομαι) (Α)
απολογούμαι, υπερασπίζω τον εαυτό μου («παραδίδωμι τὴν εἰς ἐμαυτὸν τιμωρίαν ἐναπολογήσασθαι τῇ πόλει πρὸς τοὺς Ἕλληνες», Αισχίν.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”